νεατόν — νεατός breaking up of fallow land masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… … Dictionary of Greek
HYACINTHUS — Amyclae Spartanorum Regis fil. Eurotae nepos, eodem tempore a Zephyro et Apolline adamatus. Verum cum in Apollinis amorem propensior esset, aegre id ferens Zephyrus, amorem in odium convertit, Cum Hyacintho deliciis suis disci iactu dum sese… … Hofmann J. Lexicon universale
γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… … Dictionary of Greek